κοιμιστης

κοιμιστης
    κοιμιστής
    -οῦ adj. m провожающий ко сну
    

(λύχνος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κοιμιστης" в других словарях:

  • κοιμιστής — και δωρ. τ. κοιμιστάς, ὁ (Α) [κοιμίζω] αυτός που αποκοιμίζει κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κοιμιστάν — κοιμιστά̱ν , κοιμιστής one who puts to bed masc acc sg (epic doric aeolic) κοιμιστής one who puts to bed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»